- χαϊδολογώ
- (ε), χαϊδολογάω μετ. баловать (кого-л.); потворствовать (кому-чему-л.);
χαϊδολογιέμαι — жеманиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαϊδολογιέμαι — жеманиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαϊδολογώ — και χαϊδολογάω χαϊδολόγησα 1. χαϊδεύω. 2. το μέσο, χαϊδολογιέμαι μου αρέσουν τα χάδια, κάνω νάζια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαϊδολογώ — άω, και τ. μέσ. χαϊδολογιέμαι, Ν 1. χαϊδεύω συχνά κάποιον 2. μέσ. χαϊδολογιέμαι α) μού αρέσουν πολύ τα χάδια β) κάνω νάζια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + λογώ*] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
θωπεύω — (Α θωπεύω) [θωψ] 1. κολακεύω, καλοπιάνω 2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες 3. χαϊδεύω, χαϊδολογώ («θωπεύω ίππον») αρχ. 1. (για σκύλο) κάνω χαρές 2. (για ασθένεια) κατευνάζω 3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις … Dictionary of Greek
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
χαϊδολόγημα — το, Ν [χαϊδολογώ] χάιδεμα … Dictionary of Greek
χαϊδολογάω — (σπάν. χαϊδολογώ), χαϊδολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαϊδολόγημα — το, ατος η πράξη του χαϊδολογώ, το χάιδεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)